ΤΣΙΧΙΣΤΖΒΑΡΙ – ΜΙΑ ΜΙΚΡΗ ΕΛΛΑΔΑ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΣ
Γράφει ο Δημήτρης Νίκου
Α’ μέρος
ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΑ ΞΕΘΩΡΙΑΣΜΕΝΑ ΙΧΝΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ. ΞΕΘΩΡΙΑΣΜΕΝΑ, ΑΛΛΑ ΠΑΝΤΑ ΥΠΑΡΚΤΑ ΣΤΗΝ ΠΛΑΤΗ ΤΩΝ ΚΑΙΡΩΝ. ΜΙΑ ΜΙΚΡΗ, ΣΧΕΔΟΝ ΑΣΗΜΑΝΤΗ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟΥΣ, ΚΟΥΚΚΙΔΑ ΣΤΟΝ ΜΕΓΕΘΥΜΕΝΟ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟ ΧΑΡΤΗ ΗΤΑΝ ΕΚΕΙΝΗ ΤΗ ΜΕΡΑ Ο ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΣ ΜΑΣ. ΕΙΧΑΜΕ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΤΕΙ ΓΙΑ ΜΙΑ ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΔΥΣΚΟΛΗ ΠΟΥ ΒΑΘΙΑ ΜΕΣΑ ΜΟΥ ΕΙΧΑ ΤΗΝ ΕΛΠΙΔΑ ΝΑ ΜΑΣ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΕΙ.
Κάμποσο καιρό πριν, όταν το ταξίδι αυτό στη Γεωργία άρχισε να αποκτά σχήμα και εικόνα στο μυαλό μου, περνούσα ώρες βυθισμένος σε βιβλία και κείμενα ιστορίας. Ακολουθούσα με δέος και σεβασμό τους δρόμους των Ελλήνων από την προγονική γη του Πόντου στις νέες πατρίδες που φιλόξενα τους δέχθηκαν μετά τους αλλεπάλληλους διωγμούς των Τούρκων και τη γενοκτονία κατά τη δεκαετία 1914 – 1923. Η Γεωργία, μέρος τότε της Ρωσίας, που μετά τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή θεωρούνταν προστάτιδα δύναμη για τους χριστιανούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ιδιαιτέρως για τους Έλληνες, έγινε νέα μητέρα για χιλιάδες Πόντιους που βρήκαν εκεί ασφάλεια και δημιούργησαν νέες κραταιές κοινότητες.
Συχνά στις αναζητήσεις μου συναντούσα αναφορές στο Τσιχιστζβάρι, ως ένα χωριό σημαντικό τόσο σαν κρίκος στη μεγάλη αλυσίδα της παρουσίας των Ελλήνων στη Γεωργία, όσο και σαν ένα από τα λίγα σημεία στη χώρα με σχετικά “συμπαγή” ελληνόφωνο πληθυσμό σήμερα. Ζήτησα από τους Γεωργιανούς φίλους μου να πάμε ως εκεί, δίχως να είμαι σίγουρος για το τι να περιμένω. Ίσως κάποια εκκλησία, σκεφτόμουν, ερειπωμένα σπίτια, επιγραφές, ή πιθανότερα, μνήματα με ελληνικά ονόματα πάνω στις μαρμάρινες πλάκες. Τόσο η απόσταση όσο και η διαδρομή, έδωσαν την ευκαιρία για να καλέσουμε άλλους δύο φίλους μαζί μας· αν μη τι άλλο, ασχέτως του τι απ’ όσα ήθελα να δω εκεί τελικά θα έβλεπα, θα ήταν σίγουρα μια απολαυστική εκδρομή.
Από την Τιφλίδα κατευθυνθήκαμε δυτικά και μετά από περίπου δυόμιση ώρες, αφού περάσαμε τις, καταπράσινες και ξακουστές για τα νερά τους, περιοχές του Μπορτζόμι και του Μπακουριάνι, βγήκαμε από τον εθνικό δρόμο δεξιά σε έναν δασικό χωματόδρομο. Στο τέλος αυτού του δύσκολου σε πολλά σημεία δρόμου, το Τσιχιστζβάρι μας περίμενε στο μέσο μιας μεγάλης πεδιάδας στη σκιά των βουνών της οροσειράς Τριαλέτι. Και ενώ άφηνα το βλέμμα μου να πετάξει νοητά πάνω απ’ το υπέροχο τοπίο της περιοχής, το χωριό που μόλις μας υποδεχόταν θα μας καλωσόριζε με ένα πρώτο μεγάλο δώρο – μεγαλύτερο για μένα. Λίγο πριν περάσουμε τα πρώτα σπίτια, μια μεγάλη πινακίδα με το όνομα Τσιχιστζβάρι γραμμένο σε τρεις γλώσσες, Γεωργιανά, Αγγλικά και Ελληνικά. Ελληνικά! Και ακριβώς από κάτω, μόνο στα Ελληνικά, η φράση “καλώς ήρθατε”.
Η φωνή που έβγαλα από τη μεγάλη έκπληξη μόλις αντίκρισα την πινακίδα, ανάγκασε τον Ζούρα να σταματήσει για λίγο το αυτοκίνητο. Οι Γεωργιανοί φίλοι, που δεν γνώριζαν την ύπαρξη και την ιστορία του συγκεκριμένου χωριού, έκπληκτοι και αυτοί όσο κι εγώ απορούσαν, με ρωτούσαν, χαίρονταν κι εκείνοι με τη χαρά μου.
Με ανανεωμένο πια το ενδιαφέρον και τις ελπίδες για περισσότερα ευρήματα μέσα στο χωριό, μπήκαμε στο Τσιχιστζβάρι που, παράξενα ήσυχο, έμοιαζε να παίρνει νωρίς τον μεσημεριανό του ύπνο. Οι χωμάτινοι δρόμοι ήταν άδειοι και στα σπίτια δεν βλέπαμε ίχνος ανθρώπινης δραστηριότητας. Προχωρούσαμε με αργή ταχύτητα προσπαθώντας να εντοπίσουμε κάποιο κεντρικό σημείο του χωριού, την εκκλησία, κάποιο μαγαζί ή ένα καφενείο, όπου θα μπορούσαμε να συναντήσουμε κάποιον και να πάρουμε πληροφορίες. Δευτερόλεπτα αργότερα, εμφανίζεται από ένα σπίτι μπροστά μας ένας άνδρας. Ο Ζούρα τον πλησιάζει με το αυτοκίνητο και έχουν έναν σύντομο διάλογο. Απ’ ότι μου εξήγησε αργότερα, ο άνδρας παραξενεμένος που πέντε άτομα αποφάσισαν μια εκδρομή εκεί απ’ την Τιφλίδα, ρώτησε τον Ζούρα πώς και σκεφτήκαμε να επισκεφθούμε το Τσιχιστζβάρι. Ο Ζούρα, δείχνοντας εμένα, είπε στον άνδρα ότι είμαι Έλληνας και πως εγώ είχα ζητήσει να δω το χωριό του. Τότε ο άνδρας έσκυψε και μου έριξε μια προσεκτική ματιά μέσα από το παράθυρο του οδηγού. “Ήρθες από την Ελλάδα;” μου είπε ξαφνικά στα Ελληνικά, συγκινημένος με ένα χαμόγελο που έκανε αστραπιαία το πρόσωπό του να λάμψει.
Δε χρειάστηκε σ’ εκείνο το σημείο να πούμε και πολλά. Ο κύριος Γιώργος, αυτό είναι το όνομά του, μας υπέδειξε ένα σημείο να σταθμεύσουμε το αυτοκίνητο και αφού κατεβήκαμε και χαιρετήθηκε με όλους τους φίλους, μας κάλεσε στο σπίτι του για να μας κεράσει καφέ, φυσικά ελληνικό καφέ. Στο όμορφο μικρό σπίτι, μας καλωσόρισε -ενθουσιασμένη και επίσης συγκινημένη μόλις ειδοποιήθηκε πώς έχει μουσαφίρη από την πατρίδα- η γλυκύτατη μητέρα του κυρίου Γιώργου, μια γυναίκα που έμοιαζε να κουβαλά στο βλέμμα και το κουρασμένο της κορμί, σαν παράσημα ζωής όμως και όχι σαν βάρη από τα χρόνια, όλες τις μνήμες της δραματικής ιστορίας του ξεριζωμού των Ελλήνων του Πόντου.
Καθίσαμε γύρω από το στρογγυλό τραπέζι στο σαλονάκι του σπιτιού, ενώ ο Γιώργος μου έδειχνε με χαρά τα ελληνικά κανάλια που δορυφορικά πιάνει στην τηλεόρασή του. Τριγύρω πολλές φωτογραφίες, κάποιες ασπρόμαυρες, των ιερών προγόνων. Είχα πολλές ερωτήσεις, είχαν κι οι δυο να μοιραστούν μαζί μας περισσότερες εμπειρίες και αναμνήσεις. Ο κύριος Γιώργος, έχοντας αναλάβει και το ρόλο του διερμηνέα, εξηγούσε στους Γεωργιανούς φίλους όσα εμείς λέγαμε στα Ελληνικά και απαντούσε με θέρμη και στις δικές τους πολλές ερωτήσεις για την ιστορία αυτής της μικρής Ελλάδας μέσα στη χώρα τους. Ήταν ένα πραγματικό και ολοζώντανο μάθημα ιστορίας για όλους μας.
Μόλις ο καφές άδειασε απ’ τα φλιτζάνια μας, είχε έρθει η ώρα να περιηγηθούμε στο Τσιχιστζβάρι και να το γνωρίσουμε με τον τρόπο που μόνο ένας ντόπιος θα μπορούσε να μας προσφέρει.
Διαβάστε και το δεύτερο μέρος
კომენტარები